- εὐώψ
- εὐώψfair-eyedmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευώψ — εὐὼψ, ῶπος, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη («εὐῶπα παρειάν», Σοφ.) 2. μτφ. επιθυμητός, ευτυχής, ευμενής («εὐῶπα ἀλκᾶν» ευμενή βοήθεια, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωψ (< *ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την… … Dictionary of Greek
εὐῶπα — εὐώψ fair eyed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐῶπας — εὐώψ fair eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐῶπες — εὐώψ fair eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐῶπι — εὐώψ fair eyed masc/fem dat sg εὐῶπις fair eyed voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐῶπος — εὐώψ fair eyed masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek
ευώπις — εὐῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει ωραία μάτια, ωραία όψη («εὐώπιδα κούρην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκό τού εύωψ βλ. λ.] … Dictionary of Greek